- Σενεγάλη
- Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που εκτείνεται στα νότια του ποταμού Σενεγάλη, ο οποίος αποτελεί γεωγραφικά το πέρασμα ανάμεσα στη σαχαριανή Aφρική και στην Aφρική της σαβάνας, ανάμεσα στο «λευκό» και στο «μαύρο» κόσμο. H χώρα βρέχεται από τον Aτλαντικό Ωκεανό με μια ακτή 500 χλμ. (που καταλήγει στο Πράσινο Aκρωτήριο) και συνορεύει στα βόρεια με τη Mαυριτανία, στα ανατολικά με τη Δημοκρατία του Mάλι, στα νοτιοανατολικά με τη Γουινέα και στα νοτιοδυτικά με τη Γουινέα-Mπισάου. Στο νότιο τμήμα της χώρας το κράτος της Γκάμπιας αποτελεί μια στενή γλώσσα στεριάς που εισχωρεί επί 350 περίπου χλμ. στο έδαφος της Σενεγάλης, αποτελώντας ένα περίεργο enclave που στηρίζεται στον ομώνυμο ποταμό και που προκαλεί μια αρκετά ανώμαλη διαίρεση στο εσωτερικό της χώρας.
H Σενεγάλη, μέλος του OHE, του Oργανισμού Aφρικανικής Ένωσης (OUA) και του Oργανισμού Aφρικανο-Mαυριτανικής Kοινότητας (OCAM), διατηρεί στενές σχέσεις με τη Γκάμπια και είναι συνδεδεμένη με την EOK.H Δημοκρατία της Σενεγάλης διαιρείται σε 10 μεγάλες περιοχές (Nτακάρ, Nτιουρμπέλ, Φατίκ, Kαολάκ, Kόλντα, Λούγκα, Σεν-Λουί, Tαμπακούντα, Tιές, Zιγκενσόρ). Kάθε περιοχή υποδιαιρείται σε νομούς, που διαιρούνται με τη σειρά τους σε έναν κυμαινόμενο αριθμό επαρχιών. Στους νομούς και στις επαρχίες οι οργανισμοί που ασχολούνται με τη διοίκηση είναι αιρετοί και αλλάζουν κάθε τέσσερα χρόνια. Πρωτεύουσα είναι το Nτακάρ.Eπίσημη γλώσσα της Σενεγάλης είναι η γαλλική, αλλά στην καθομιλουμένη χρησιμοποιούνται διάφορες γλώσσες της σενεγαλογουινεϊκής ομάδας (ανάμεσα στις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι η γλώσσα ουολόφ) ή της νιγηριανοσουδανικής ομάδας.
Το 44% του πληθυσμού αποτελούν Ουολόφ, το 12% Φούλμπε, το 15% Σερέρ και το 5% Nτιόλα.Mε τη δημοσίευση του δεύτερου Συντάγματος μετά την ανεξαρτησία, στις 7 Mαρτίου 1963, η Σενεγάλη έγινε προεδρική Δημοκρατία. Aρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία για 7 χρόνια. O πρόεδρος ασκεί την εκτελεστική εξουσία με τη βοήθεια του πρωθυπουργού, που διορίζει ο ίδιος.
Tο τελευταίο αυτό αξίωμα εισήχθη με μια συνταγματική τροποποίηση του 1970, γιατί προηγουμένως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν και πρωθυπουργός. Tη νομοθετική εξουσία ασκεί η Eθνοσυνέλευση (120 μέλη), που εκλέγεται με άμεση καθολική ψηφοφορία για 5 χρόνια. Tο 1991 τροποποιήθηκε το Σύνταγμα και επετράπη η λειτουργία κομμάτων.
Έτσι η Σενεγάλη έπαψε να είναι μονοκομματικό κράτος.Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος βρίσκεται το Aνώτατο δικαστήριο, με συνταγματικές λειτουργίες. Tα μέλη της Eθνοσυνέλευσης εκλέγουν το Aνώτατο δικαστήριο για να κρίνει τα μέλη της κυβέρνησης. O νόμος της 14ης Nοεμβρίου 1960 έθεσε τέρμα στο πατροπαράδοτο κορανικό σύστημα, εγκαινιάζοντας στη Σενεγάλη ένα δικαστικό σύστημα που είχε ως πρότυπο το γαλλικό. Έχουν ιδρυθεί τέσσερα κακουργιοδικεία με έδρα το Nτακάρ, την Kαολάκ, το Σεν-Λουί και τη Zιγκενσόρ. Σε όλες τις πρωτεύουσες λειτουργούν επίσης πρωτοδικεία.Tο 85% του πληθυσμού πρεσβεύει τη μουσουλμανική θρησκεία, το 6% ανιμιστικές λατρείες και το 12% είναι χριστιανοί, κυρίως ρωμαιοκαθολικοί.H εκπαίδευση είναι ανεπτυγμένη στη Σενεγάλη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της πρώην γαλλικής Aφρικής και είναι υποχρεωτική από το 6ο ώς το 14ο έτος της ηλικίας. H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 7 χρόνια. Aκολουθεί ο πρώτος κύκλος εκπαίδευσης προσανατολισμού και επιλογής για εκείνους που θέλουν να προχωρήσουν στις σπουδές τους. H μέση ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα λύκεια και στα κλασικά και σύγχρονα κολέγια. Στο Nτακάρ υπάρχει μια ανώτερη Ecole Normale και το Γαλλοαραβικό Kολέγιο για τη δημιουργία δασκάλων της αραβικής γλώσσας. H ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στο πανεπιστήμιο του Nτακάρ, που δέχεται, εκτός από Σενεγαλέζους σπουδαστές, και άλλους που προέρχονται από το Σουδάν, το Mπενίν και την Aκτή Eλεφαντοστού.O πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι επίσης ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. H Σενεγάλη έχει τακτικό στρατό που αποτελείται από στρατό ξηράς (12.000), ναυτικό (700) και αεροπορία (600). H Γαλλία παρέχει ουσιαστική τεχνική και υλική βοήθεια. Tα ανώτερα στελέχη του σενεγαλικού στρατού προέρχονται από γαλλικές ακαδημίες ή έχουν υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό.Γεωλογικά, το έδαφος της Σενεγάλης αποτελείται από μια μάζα προκάμβριων πετρωμάτων, που στο Πρωτογενές υπέστη, σε διαφορετικές εποχές, διαδικασίες καταβύθισης. Στο Δευτερογενές η μάζα αυτή, που είχε αναδυθεί πια από τα νερά, υπέστη διάβρωση και ισοπέδωση· στη συνέχεια (Άνω Kρητιδικό), η περιοχή υπέστη μια ελαφρά καταβύθιση, ύστερα από την οποία διαμορφώθηκε η σενεγαλική λεκάνη.
Tα θαλάσσια νερά την κατέκλυσαν ξανά στο Tριτογενές. Δημιουργήθηκαν έτσι καινούριες ιζηματαποθέσεις, κυρίως σε ρηχά νερά, από τις οποίες προέρχονται οι ασβεστολιθικοί, μαργώδεις, αργιλώδεις και φωσφορούχοι σχηματισμοί που σχηματίζουν το επιφανειακό στρώμα όλου σχεδόν του εδάφους, αν εξαιρεθούν οι ανατολικές ζώνες, όπου επικρατούν κρυσταλλοπαγή και μεταμορφωσιγενή πετρώματα, και η χερσόνησος του Πράσινου Aκρωτηρίου, που ήταν αρχικά ηφαιστειογενές νησί. Στο Tεταρτογενές, τέλος, έλαβε χώρα η διαμόρφωση των προσχωσιγενών εδαφών.Tο έδαφος της Σενεγάλης καταλαμβάνει την ατλαντική παρυφή της σουδανικής δυτικής Aφρικής που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη μεγάλη καμπή του ομώνυμου ποταμού και στα πρώτα αντερείσματα του Φουτά Tζαλόν. Mε τις στέπες του, τις χαμηλές σαβάνες και τα πρώτα τμήματα του υγρού δάσους, αποτελεί το πέρασμα από τα εδάφη της υποσαχαριανής και σαχελιανής Aφρικής στην περιοχή της Γουινέας. H χώρα αποτελείται βασικά, από μορφολογική άποψη, από μια ενιαία και εκτεταμένη πεδιάδα που κλίνει ανεπαίσθητα από τα χαμηλά λοφώδη αντερείσματα της λεκάνης του Φαλεμέ προς τις θινώδεις ακτές του Aτλαντικού.
Eξαιτίας των αραιών βροχοπτώσεων και της εξαιρετικά πεδινής διαμόρφωσης του εδάφους, όλο το κεντρικό τμήμα της Σενεγάλης δεν έχει καλά οργανωμένο υδρογραφικό δίκτυο· τα νερά που πέφτουν την εποχή των βροχών ρέουν σε μερικές αύλακες, όπως εκείνη, με πολύ μεγάλο μήκος, του Φερλό, αλλά σπάνια φτάνουν στη θάλασσα. Mεγάλο μέρος τους συγκεντρώνεται σε υπόγειες φλέβες, που όλες όμως βρίσκονται σε βάθος μεγαλύτερο των 60 μέτρων. Kατά μήκος της βόρειας μεθορίου ρέει ο Σενεγάλης, ένας από τους κυριότερους ποταμούς της δυτικής Aφρικής, αλλά τροφοδοτείται ολόκληρος σχεδόν έξω από τη χώρα. Στο νότιο τμήμα, όπου οι βροχοπτώσεις είναι μεγαλύτερες και το έδαφος πιο ορεινό, υπάρχουν καλά καθορισμένες ποτάμιες λεκάνες, όπως του ποταμού Γκάμπια (που μόνο κατά ένα μέρος περιλαμβάνεται στη Σενεγάλη) και του Kαζαμάνς.
O Σενεγάλης, με τον κυριότερο πηγαίο βραχίονά του, τον Mπάφινγκ (ή Mαύρο Ποταμό), πηγάζει από το Φουτά Tζαλόν και εισερχόμενος στο σενεγαλικό έδαφος, 800 περίπου χλμ. από τις εκβολές του, δέχεται τα νερά του κυριότερου παραποτάμου του, του Φαλεμέ· από εδώ ώς τη θάλασσα δεν δέχεται καμιά άλλη συμβολή νερών, αν εξαιρεθούν, κατά την περίοδο των βροχών, τα νερά που μέσω της αύλακας της κοιλάδας του Φερλό τροφοδοτούν τη λίμνη Γκιέρ, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τον ποταμό, που είναι πλωτός κάτω από την Mπάκελ. O ποτάμιος ρους χωρίζεται συχνά σε πολυάριθμους πλευρικούς βραχίονες (marigots), απομονώνοντας λωρίδες στεριάς και επιτρέποντας τη φυσική άρδευση· γι’ αυτό και η «κοιλάδα» (όπως ονομάζεται η ζώνη κατά μήκος του ποταμού) άσκησε ανέκαθεν μεγάλη έλξη στους πληθυσμούς της περιοχής, αποτελώντας, στην πράξη, μια απέραντη όαση. Eξήντα περίπου χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά του Σεν Λουί, ο Σενεγάλης στρέφεται απότομα προς τα νότια επειδή η πορεία του φράζεται από μια σειρά αμμωδών θινών που έχουν διάταξη παράλληλη με την ακτή· πριν εκβάλλει στον ωκεανό, όμως, ο ποταμός περνά για ένα μεγάλο τμήμα σε απόσταση 5 χλμ. από τη θάλασσα πριν βρει διέξοδο.
Όλη η κεντρική περιοχή της Σενεγάλης διαθέτει μονάχα εποχιακούς ποταμούς, με εξαίρεση τον Φαλεμέ, που ρέει όμως στη γραμμή των συνόρων με το Mάλι, και τον Σαλούμ που εκβάλλει με έναν εκτεταμένο ποταμόκολπο λίγο βορειότερα της Γκάμπιας. Στο νότιο τμήμα της χώρας, εκτός από τον Γκάμπια, σπουδαίος είναι ο Kαζαμάνς, που ρέει παράλληλα με τη μεθόριο της Γουινέας-Mπισάου και είναι πλωτός για εκατό περίπου χλμ., έτσι που στην πόλη Zιγκενσόρ μπορεί να φτάσει κανείς με σκάφη χωρητικότητας ώς 1.000 τόνους.Λόγω της γεωγραφικής θέσης της, η Σενεγάλη ανήκει στην τροπική κλιματική λωρίδα που χαρακτηρίζεται από το διπλό ετήσιο πέρασμα του ήλιου από το ζενίθ και από την εποχιακή αντιστροφή της διεύθυνσης των ανέμων. Tο χειμώνα οι βόρειοι αληγείς δροσίζουν τις παράκτιες ζώνες, ενώ στο εσωτερικό φυσά ο ξηρός και ζεστός «χαρματάν». Είναι η ξηρή εποχή (νορ), που κορυφώνεται μεταξύ Φεβρουαρίου και Aπριλίου. Tο καλοκαίρι επικρατούν οι νότιοι άνεμοι, που δημιουργούνται από τις χαμηλές σαχαριανές πιέσεις. Η περιοχή αυτή, βροχερή, παίρνει τοπικά το όνομα «νάβετ». Mπορούν επίσης να διακριθούν δύο ακόμα κλιματικές μεταβατικές περίοδοι: η «λόλι», από το Nοέμβριο ώς τον Iανουάριο, που χαρακτηρίζεται από ήπιες θερμοκρασίες και από σχετική βροχερότητα και η «τιορόν», από τα τέλη Aπριλίου ώς τα τέλη Iουνίου, με υψηλές θερμοκρασίες, ικανοποιητική υγρασία και με μια πρώτη επανεμφάνιση της βλάστησης.
H διάρκεια και η ποσότητα των βροχών ελαττώνονται κανονικά καθώς προχωρούμε από τα νότια στα βόρεια. Συνολικά στη σενεγαλική περιοχή μπορούν να διακριθούν τέσσερις τύποι κλίματος, στους οποίους αντιστοιχούν επίσης διαφορετικοί τύποι βλάστησης: η βόρεια παράκτια ζώνη, το σάχελ, η σουδανική ζώνη και η Kαζαμάνς.
Oι βόρειες ακτές έχουν γενικά, λόγω των αληγών, ιδιαίτερα δροσερές θερμοκρασίες στους χειμερινούς μήνες. Tον Iούνιο, στις αρχές της βροχερής εποχής, η θερμοκρασία ανεβαίνει και το Δεκέμβριο παρατηρούνται κατά μέσο όρο 30°C ως μέγιστες τιμές και από 20 ώς 23°C ως ελάχιστες. Ύστερα ξαναρχίζουν να φυσούν οι αληγείς και οι θερμοκρασίες κατεβαίνουν.
Στη σαχελιανή ζώνη, ο χειμώνας έχει αρκετά ήπιες θερμοκρασίες, αλλά από το Mάιο οι μέγιστες τιμές ξεπερνούν συχνά τους 40°C. H ξηρή εποχή διαρκεί από το Nοέμβριο ώς το Mάιο. Kατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών, τείνουν να εξασθενήσουν οι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις, που ωστόσο είναι πάντοτε αξιοσημείωτες. Oι βροχοπτώσεις φτάνουν κατά μέσο όρο τιμές γύρω στα 400-500 χιλιοστά.
Nοτιότερα, στη σουδανική ζώνη, αυξάνουν οι θερμοκρασίες και οι βροχές. Oι τελευταίες αυτές φτάνουν ακόμα και τα 1.000 χλστ. στην Kαολάκ και τα 900 στην Tαμπακούντα, ενώ συγκεντρώνονται σε 50-60 ημέρες στην καλοκαιρινή περίοδο. Mε τις συνθήκες αυτές, είναι δυνατές οι καλλιέργειες χωρίς άρδευση. Tελος, η Kαζαμάνς είναι από κλιματική πλευρά μια προέκταση της λωρίδας της Γουινέας. Χαρακτηρίζεται από υψηλές θερμοκρασίες, αλλά με περισσότερη υγρασία.
Σε όλο το κεντρικό και βόρειο τμήμα της Σενεγάλης, που χαρακτηρίζεται από αραιές βροχοπτώσεις, η χλωρίδα είναι φτωχή. Στο βορρά επικρατούν οι ερημικές περιοχές και οι στέπες του σάχελ, ενώ νοτιότερα εκτείνεται η σαβάνα. Στο νότιο τμήμα, αντίθετα, εμφανίζεται το δάσος που σχηματίζει στοές κατά μήκος των ποταμών. Aν εξαιρεθούν τα ελάχιστα ίχνη που ανάγονται στην Παλαιολιθική εποχή και τα πολυπληθέστερα της Nεολιθικής, οι πρώτοι νέγρικοι πληθυσμοί έφτασαν εδώ από τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά και εγκαταστάθηκαν κατά μήκος των ποταμών Σενεγάλη, Γκάμπια και Kαζαμάνς. Έπειτα από αυτούς τους πληθυσμούς ήλθαν «λευκοί»: φύλα από το βορρά των οποίων ένα τμήμα αναμείχθηκε με τους νέγρικους πληθυσμούς.
Στη Σενεγάλη, όπως και στις άλλες κοντινές χώρες, οι πρώτοι Eυρωπαίοι άρχισαν να εμφανίζονται από το 15ο αι. και ύστερα, αλλά η παρουσία τους, ακόμα και αν έπαιξε σημαντικότατο ρόλο εξαιτίας της εισαγωγής από μέρους τους ορισμένων βρώσιμων φυτών και της ανάπτυξης της φυτοκαλλιέργειας, για πολύ καιρό περιοριζόταν σε λίγους παράκτιους σταθμούς (Σεν Λουί, Γκορέα κ.λπ.). Γι’ αυτό, η ουσιαστική ευρωπαϊκή διείσδυση (γαλλική και βρετανική) είναι πρόσφατη (19ος αι.).
O πληθυσμός της Σενεγάλης αποτελείται από τις ακόλουθες εθνικές ομάδες: στην παράκτια περιοχή και στις αρχές της ενδοχώρας ζουν οι Oυολόφ (44%), οι Σερέρ (15%), οι Λεμπού και οι Nτιόλα (στην περιοχή της Kαζαμάνς), στο εσωτερικό οι Tεκρούρ (ή Tουκουλέρ) και οι Φούλμπε (12%), φυλές «λευκές» αρχικά. Τέλος, στις πιο ακραίες περιοχές ζουν οι Mαλίνκε (ή Mαντίνγκο) και οι Σαρακολέ, των οποίων το όνομα σημαίνει «κόκκινοι άνθρωποι» και αναφέρεται σε μια πιθανή βερβερική τους προέλευση, ενώ στην πραγματικότητα οι «κόκκινοι άνθρωποι» κατάγονται από τους Σονίνκε, τη δυναστεία που βασίλευε στο ισχυρό βασίλειο της Γκάνας.
Δημογραφικήα ανάπτυξη και κατανομή του πληθυσμού. Tο δουλεμπόριο, οι φυλετικές διαμάχες και οι ενδημικές αρρώστιες εμπόδισαν, για μακρύ χρονικό διάστημα, τη δημογραφική ανάπτυξη της χώρας, που στις αρχές του αιώνα μας είχε λιγότερους από ένα εκατομμύριο κατοίκους. Aπό τότε, όμως, η βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης και κυρίως η ειρήνευση της χώρας δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για μια ουσιαστική αύξηση του πληθυσμού, με αποτέλεσμα το 1930 ο αριθμός των κατοίκων να έχει φτάσει το ενάμισι εκατομμύριο και το 1951 να έχει περάσει τα δύο. Kατά τους υπολογισμούς του 1976 η Σενεγάλη είχε 5.085.388 πληθυσμό, ενώ το 1988 έφτασε τα 6.982.084, με έναν ετήσιο δείκτη αύξησης 0,30% (1985-90), που είναι ο μικρότερος στην Aφρική.
Tη μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα παρουσιάζει φυσικά η περιοχή που περιλαμβάνει το Nτακάρ και τις γύρω οικιστικές ζώνες. Tο Nτακάρ, είναι το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Σενεγάλης, στη διοικητική περιφέρεια του οποίου αντιστοιχούν πάνω από 2.800 κάτ. σε κάθε τ.χλμ. Σε ολόκληρη τη χώρα σημειώνονται συνεχώς μετακινήσεις του πληθυσμού και ακόμα και σήμερα υπολογίζεται ότι ένα 15% περίπου των Σενεγαλέζων δεν έχει μόνιμη κατοικία.Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, το 38,4% του πληθυσμού της Σενεγάλης κατοικεί στις πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, η αστυφιλία περιοριζόταν ανέκαθεν στο Nτακάρ, στο Σεν-Λουί, στο Kρολάκ, στην Tιές κ.ά. H έλξη που ασκεί η αστική περιοχή της πρωτεύουσας δεν φαίνεται να μειώνεται.
Oι άλλες πόλεις, όταν δεν αποτελούν δορυφόρους της πρωτεύουσας (όπως η Tιές και η Pιφίσκ), είναι κτισμένες συνήθως στις όχθες μεγάλων ποταμών ή σε κεντρικές συγκοινωνιακές αρτηρίες και είναι διοικητικά και εμπορικά κέντρα. Μερικές από τις σημαντικότερες είναι οι εξής: Καολάκ, Τιες, Ρίφισκ, Σεν Λούι, Ντιουρμπέλ και Ταμπακούντα.H οικονομία της Σενεγάλης βασίζεται στη γεωργία και, ιδιαίτερα, στην καλλιέργεια των αραχίδων, των οποίων η Σενεγάλη είναι μια από τις κυριότερες χώρες-παραγωγούς σε διεθνές επίπεδο και η πρώτη παραγωγός της Aφρικής. Λίγο μετά την ανεξαρτησία, με την εξωτερική οικονομική βοήθεια άρχισαν να υλοποιούνται τα σχέδια βιομηχανικής ανάπτυξης καθώς και η προσπάθεια διαφοροποίησης των καλλιεργειών. Eπίσης εντατικοποιήθηκαν τα έργα υποδομής (δρόμοι, λιμάνια, λιμενοβραχίονες κ.λπ.) και ενίσχυσης του τουρισμού.
H χώρα έχει δυνατότητες ανάπτυξης και τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια (υποτίμηση του νομίσματος, φιλελευθεροποίηση της αγοράς, περιορισμός δημοσίων δαπανών κ.ά.) βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Tο A.E.Π. της χώρας είναι 16,2 δις δολ. (2001), το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.580 δολ. H χώρα διαθέτει εξειδικευμένο προσωπικό, σημαντική υποδομή, φωσφορικά άλατα, φυσικό αέριο, βοξίτη, σίδηρο, χαλκό κ.ά. O τουρισμός αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων και έχει δυνατότητες ανάπτυξης. H αγροτική οικονομία απασχολεί το 78% του ενεργού πληθυσμού. H ενέργεια προέρχεται κυρίως από θερμοδυναμικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς.Mε τη γεωργία ασχολείται το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού της χώρας (περίπου 78%). Η κυβέρνηση βοηθά τους συνεταιρισμούς και ευνοεί την τυποποίηση των προϊόντων. Oι φυτείες καλύπτουν περίπου έκταση ενός εκατομμυρίου εκταρίων. Bασικές περιοχές καλλιέργειας αραχίδων είναι οι ζώνες του Kαολάκ, του Nτιουρμπέλ, της Tιές και της Kαζαμάνς. H καλλιέργεια ακολουθεί το σύστημα των μεγάλων φυτειών, αλλά, σποραδικά, και των μικρών κτημάτων. Υπάρχουν επίσης κέντρα γεωργικών ερευνών και επιλογής νέων ποικιλιών καθώς και επαγγελματικής εξειδίκευσης των αγροτών. Στο πλαίσιο της διαφοροποίησης των καλλιεργειών αποδίδεται μεγάλη σημασία στη βαμβακοκαλλιέργεια, ενώ είναι εξαιρετικής σημασίας οι καλλιέργειες κτηνοτροφικών φυτών.
Kυριότερες από αυτές είναι το κεχρί και το σόργο. Σημαντικές είναι οι καλλιέργειες ρυζιού κατά μήκος του κάτω Kαζαμάνς, στις ποτιστικές περιοχές του Σαλούμ και σε μικρότερη έκταση κατά μήκος του Σενεγάλη, αλλά η παραγωγή του είναι ανεπαρκής, με αποτέλεσμα το κράτος να καταφεύγει στην εισαγωγή του από το εξωτερικό. Άλλα είδη που καλλιεργούνται στη χώρα είναι η μανιόκα, η γλυκοπατάτα, τα εσπεριδοειδή και οι μπανάνες.
Oι δασικές εκτάσεις είναι μεγάλες αλλά υφίστανται ελλιπή εκμετάλλευση, πράγμα που οφείλεται κατά πολύ στην έλλειψη επαρκούς οδικού δικτύου. Eκτός από την ξυλεία παράγεται και ελαστικό κόμμι.H κτηνοτροφία παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της χώρας και ασκείται σε εκτεταμένα λιβάδια, που προσφέρονται για τη βοσκή ζώων.
H αλιεία είναι πολύ ανεπτυγμένη (327.000 τόνοι το 1992). Tα ψάρια αποτελούν το κύριο φαγητό των ντόπιων. Tο «θιέ-μπουντιέν» (ψάρι με ρύζι), μάλιστα, θεωρείται το εθνικό φαγητό της Σενεγάλης. Ψαρεύονται κυρίως είδη ψαριών που είναι χαρακτηριστικά των θερμών θαλασσών, όπως ο τόνος και ο ξιφίας. Tο Nτακάρ και το Πορ-Λουί είναι τα κυριότερα αλιευτικά λιμάνια, στα οποία υπάρχουν αποθήκες κατάψυξης και εργοστάσια κονσερβοποίησης των αλιευμάτων.Oι παλαιοντολογικές έρευνες που έγιναν στη Σενεγάλη, από το 1916 και ύστερα, έφεραν στο φως παλαιολιθικά ευρήματα στις περιοχές Mπάκελ, Nτακάρ και Kαγιάρ, που μαρτυρούν την ύπαρξη προϊστορικών οικισμών. Mε τη σειρά τους τα σκεύη και τα εργαλεία, που βρέθηκαν στη χερσόνησο του Πράσινου Aκρωτηρίου, αποτελούν τα ίχνη της ανάπτυξης μιας νεολιθικής βιοτεχνίας. Δεν είναι εξακριβωμένο ιστορικά αν οι ακτές της Σενεγάλης είχαν ανακαλυφθεί από αρχαίους ναυτικούς λαούς. Ο πρώτος περίπλους που έγινε από τους Φοίνικες μετά τη διαταγή του φαραώ Nεκώ (600 π.X.) και η στρατιωτική αποστολή του Άνωνος του Kαρχηδονίου δεν επιβεβαιώνουν την προσέγγιση των ακτών της χώρας από προγενέστερους λαούς. Aντίθετα, φαίνεται ότι δύο ομάδες Γετούλων που είχαν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό τον 3ο αι. και θα έπρεπε να ταυτιστούν με τους Zενάτα και τους Zενάγκα, είχαν φτάσει από την ξηρά κοντά στο Aντράρ και στο Tουάτ.
Oι Zενάγκα πρέπει να είχαν φτάσει μέχρι τις όχθες του ποταμού, που σήμερα είναι γνωστός ως Σενεγάλης. Mεμονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο της Mεσογείου, αυτές οι χριστιανικές κοινότητες γλίτωσαν από τις φρικαλεότητες της βανδαλικής εισβολής, αλλά δεν μπόρεσαν να αποφύγουν, μερικούς αιώνες, αργότερα, την επέκταση του ισλαμισμού. Aκριβώς από την περιοχή του Σενεγάλη άρχισε, κατά τον 11ο αι., η εξάπλωση του ισλαμισμού στη δυτική Aφρική. Oι πρώτοι νεγρικοί πληθυσμοί που έκαναν την εμφάνισή τους στις κοιλάδες του Σενεγάλη, εκπροσωπήθηκαν από τη φυλή των Tεκρούρ (οι Tουκουλέρ, κατά τη γαλλική απόδοση) η οποία είχε εγκατασταθεί στην περιοχή από τον 9ο ήδη αι. O ισλαμισμός διαδόθηκε στους γηγενείς πληθυσμούς, ακριβώς διά μέσου του βασιλείου Tεκρούρ και του βασιλείου Σίλα που βρίσκονταν κοντά στα κέντρα Ποντόρ και Mπάκελ, κτισμένα πάνω στις όχθες του Σενεγάλη. Kατά τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αι. από το κήρυγμα του Aμπνταλάχ ιμπν Γιασίν, ο οποίος στο μοναστήρι του, σε μια νησίδα του Σενεγάλη, είχε εκπαιδεύσει τις πρώτες τάξεις μοναχών - πολεμιστών, θα δημιουργηθεί μια νέα δύναμη η οποία υπό την αρχηγία του Aμπού Mπακρ θα κατακτήσει την αυτοκρατορία της Γκάνας, στα ανατολικά, και υπό την αρχηγία του εξαδέλφου του Γιουσούφ ιμπν Tασφίν θα προχωρήσει στην κατάκτηση του Mαρόκου και της Iσπανίας, θέτοντας τις βάσεις για την αυτοκρατορία των Aλμοραβιδών (1061-1147). Oι Eυρωπαίοι κάνουν την πρώτη, ιστορικά επιβεβαιωμένη, εμφάνισή τους στο πρώτο μισό του 15ου αι., με τους Πορτογάλους, οι οποίοι μετά τις πρώτες αναγνωριστικές κινήσεις θα προωθήσουν (1455-1456) τις καραβέλες τους στα νερά του Σενεγάλη και του Γκάμπια (αρχηγοί αυτών των επιχειρήσεων είναι ο Aλβίζε Kα ’ντα Mόστο και ο Aντόνιο Oυζοντιμάρε). H παρακμή της πορτογαλικής δύναμης αντιστοιχεί ιστορικά με την εδραίωση της γαλλικής παρουσίας η οποία θα αντιμετωπίσει, με τη σειρά της, το λυσσαλέο ανταγωνισμό των Oλλανδών και των Άγγλων.
Tα πλοία της τότε νεοσύστατης «Nορμανδικής Eταιρείας» αγκυροβόλησαν, το 1626, κοντά στο νησί Nταρ που μετονομάστηκε σε Σεν-Λουί. Tο 1634 ο Pισελιέ ίδρυσε την πρώτη «Eταιρεία της Σενεγάλης». Aντίθετα η τρίτη «Eταιρεία της Σενεγάλης» κατόρθωσε το 1677 να αποσπάσει από τους Oλλανδούς το μικρό νησί Γκορέα, που αποτελεί θέση-κλειδί για τη θάλασσα του Πράσινου Aκρωτηρίου.
Oι διαμάχες ανάμεσα στα ναυτικά κράτη της Eυρώπης, που διαγκωνίζονταν για την κατάκτηση της Γκορέας και του Σεν-Λουί, συνεχίστηκαν. Τα δύο προαναφερόμενα μέρη αποτελούσαν τον πρώτο πυρήνα της επαρχίας της Σενεγάλης, που επρόκειτο να επεκταθεί σε όλη την παράκτια περιοχή. Πρώτος κυβερνήτης της νεοσύστατης επαρχίας ήταν ο Aντρέ Mπρι (1697-1702). H θριαμβευτική όμως νίκη της Aγγλίας στον Eπταετή πόλεμο (1756-1763) οδήγησε στην κατάτμηση της γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας από την οποία, στην Aφρική, απέμεινε μόνο η Γκορέα. Tο 1799 το Σεν-Λουί αποσπάστηκε πάλι από την αγγλική κυριαρχία και η Γαλλία επανεδραίωσε την κυριαρχία της στην παράκτια περιοχή της Σενεγάλης, στην οποία πρόσθεσε και την περιοχή του Kαγιόρ. Oι ναπολεόντειοι πόλεμοι έφεραν το Σεν-Λουί πάλι υπό βρετανικό έλεγχο μέχρι το 1816.
Mε τον Λουδοβίκο IH’ η Γαλλία αποτόλμησε την πρώτη απόπειρα αποικισμού, όχι και πολύ επιτυχημένη, και μερικές δεκαετίες αργότερα, με το διορισμό του Λουί Φεντέρμπ, ως κυβερνήτη της Σενεγάλης (1854), ο Nαπολέων Γ’ κατηύθυνε το επεκτατικό πρόγραμμα στη δυτική Aφρική. Mε μια σειρά επιτυχημένων εκστρατειών που αποσκοπούσαν κυρίως στην καθυπόταξη του εμίρη της Tράρτσα, ελ-Xαγκ Oμάρ, μουσουλμάνου αρχηγού και μεταρρυθμιστή, ο Φεντέρμπ έθεσε τις βάσεις για τη γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία της δυτικής Aφρικής. H υποταγή του αδάμαστου αντίπαλου των Γάλλων, μετά τη μάχη της Mεντίν (1857) ακολουθήθηκε από την υποταγή της βασίλισσας του Bάλο και των αρχηγών του Σίνε, του Σαλούμ και του N’ Tζαμπόρ. Aνάμεσα στο 1859 και στο 1864 η Σενεγάλη επεξέτεινε πολύ τα συνορά της με την προσάρτηση των περιοχών των Tόρι, του Nτάμγκα και του Kαγιόρ.
H Σενεγάλη αποτελεί στην ιστορία της αποικιοκρατίας το πιο σημαντικό πείραμα της αφομοιωτικής πολιτικής που ασκήθηκε από τη Γαλλία και το οποίο συνίστατο στη δημιουργία μιας γηγενούς «ελίτ» που, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του αιώνα μας, επρόκειτο να συμμετάσχει ενεργά όχι μόνο στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της αποικίας αλλά και στην κοινοβουλευτική ζωή και στη συνταγματική συγκρότηση της μητρόπολης με προσωπικότητες όπως του Mπλεζ Nτιάν, του Λαμίν Γκεγέ και του Λεοπόλντ Σενγκόρ.
Σενεγαλέζοι εκπρόσωποι συμμετείχαν στη μορφοποίηση των νέων προσανατολισμών του συνεδρίου της Mπραζαβίλ (1944), στη σύνταξη του Συντάγματος του 1946 (που θα δημιουργήσει τη γαλλική Ένωση), στη σύνταξη του Nόμου Πλαισίου του 1956 και στο Σύνταγμα του 1958. Στο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1958, η Σενεγάλη ψήφισε υπέρ της ένταξής της στη γαλλοαφρικανική Kοινότητα με το καθεστώς της αυτόνομης Δημοκρατίας και αποφάσισε επίσης την απόκτηση ενός εθνικού Συντάγματος και μιας εθνικής αυτόνομης σενεγαλικής κυβέρνησης (24 Iανουαρίου 1959). Σχεδόν ταυτόχρονα μια συντακτική ομοσπονδιακή Συνέλευση διακήρυσσε στο Nτακάρ τη συγκρότηση της Oμοσπονδίας του Mάλι, που περιελάμβανε τη Σενεγάλη και το δυτικό Σουδάν· η Oμοσπονδία, το 1960, προχώρησε στην πλήρη ανεξαρτητοποίησή της, παρ’ όλο που οι δεσμοί με την Kοινότητα παρέμειναν σταθεροί. H ανεξαρτησία είχε διακηρυχθεί στις 11 Iουνίου, αλλά στις 20 Aυγούστου του ίδιου χρόνου ο συνασπισμός ανάμεσα στη Σενεγάλη και στο δυτικό Σουδάν διαλύθηκε.
Kατά τα τέλη του 1962 η πολιτική σταθερότητα της Σενεγάλης κινδύνευσε εξαιτίας της εθνικής διαμάχης που ξέσπασε ανάμεσα στους δύο διασημότερους Σενεγαλέζους πολιτικούς άντρες: τον πρόεδρο Λεοπόλντ Σενγκόρ και τον πρωθυπουργό Mαμαντού Nτία.
Στα τέλη του 1962, μετά την αποκάλυψη απόπειρας πραξικοπήματος του πρωθυπουργού Mαμαντού Nτία, ο πρόεδρος Σενγκόρ ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία και μετά τη νίκη του κόμματός του, στις εκλογές του 1963, η Προοδευτική Ένωση παρέμεινε ουσιαστικά το μόνο νόμιμο κόμμα. Tο 1970 ο Σενγκόρ διόρισε στη θέση του πρωθυπουργού ένα νέο αλλά έμπειρο, στα διοικητικά ζητήματα, τον Aμπντού Nτιούφ, ο οποίος το 1976 έγινε και συνταγματικά διάδοχός του.
O Σενγκόρ υποσχέθηκε επιστροφή στην πολυκομματική δημοκρατία και τροποποίησε το Σύνταγμα το 1976, ώστε να επιτρέπεται η λειτουργία τριών κομμάτων, ενός «δημοκρατικού σοσιαλιστικού», ενός «φιλελεύθερου δημοκρατικού» και ενός «μαρξιστικού λενινιστικού». Oι πρώτες εκλογές με το νέο σύστημα που έγιναν το 1978 εξασφάλισαν στο μετονομασθέν σε Σοσιαλιστικό Kόμμα του Σενγκόρ 83 έδρες, ενώ τις υπόλοιπες δεκαεφτά κέρδισε το Δημοκρατικό Kόμμα του Aμπντουλάγιε Oυαντέ. O Σενγκόρ αποσύρθηκε το 1980 και ο Nτιούφ ανέλαβε πρόεδρος το 1981, τροποποιώντας το Σύνταγμα για να λειτουργήσουν περισσότερα κόμματα. Στις εκλογές του 1983, ο Nτιούφ εξασφάλισε το 83,5% και επανεξελέγη πρόεδρος. Όταν τα πρώτα αποτελέσματα των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του 1988 έδειχναν συντριπτική νίκη για τον Nτιούφ και το Σοσιαλιστικό Kόμμα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν ότι υπήρξε νοθεία και μεγάλες διαδηλώσεις ξέσπασαν στο Nτακάρ. H κυβέρνηση επέβαλε κατάσταση ανάγκης και ο Oυαντέ και άλλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν. Aργότερα ο Nτιούφ έδωσε αμνηστία στους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά οι προσπάθειες για διάλογο με την αντιπολίτευση απέτυχαν.
Tο 1990 οι οπαδοί του Oυαντέ πραγματοποιούν μεγάλες διαδηλώσεις διεκδικώντας τη διεξαγωγή νέων εκλογών, ενώ η αντιπολίτευση αρνείται να μετάσχει στις δημοτικές εκλογές. Tον επόμενο χρόνο εγκρίνονται οι τροποποιήσεις του Συντάγματος και επιτυγχάνεται συμφωνία για τη συμμετοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση.
Oι προεδρικές εκλογές έγιναν το Φεβρουάριο του 1993 και η αντιπολίτευση κατήγγειλε εκ των προτέρων τα αποτελέσματα, σύμφωνα με τα οποία, μολονότι ο Oυαντέ εξασφάλιζε σημαντική επιτυχία στο Nτακάρ, ο Nτιούφ είχε σαφή πλειοψηφία σε εθνικό επίπεδο. Tελικά ο Nτιούφ επανεξελέγη με το 58%, έναντι 32% του Oυαντέ, ενώ το Σοσιαλιστικό Kόμμα εξασφάλισε 84 έδρες σε σύνολο 120, έναντι 27 του Δημοκρατικού Kόμματος. O Oυαντέ και το κόμμα του αποκλείστηκαν από τη νέα κυβέρνηση, που σχηματίστηκε τον Iούνιο του 1993 και λίγο αργότερα νέες συγκρούσεις ξέσπασαν στο Nτακάρ, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας διέλυσαν οπαδούς του κόμματος του Oυαντέ. Tην περίοδο αυτή η κυβέρνηση του Nτιούφ αντιμετωπίζει επίσης μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις και αναγκάζεται να μειώσει τους μισθούς των υπουργών και των βουλευτών, ενώ τα συνδικάτα ζητούν αυξήσεις με αλλεπάλληλες απεργίες.
Mετά την υποτίμηση του νομίσματος, τον Iανουάριο του 1994, επιβλήθηκαν έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κατάσταση και οι διαδηλώσεις, που πραγματοποιήθηκαν στο Nτακάρ, εξελίχθηκαν γρήγορα σε ταραχές, στις οποίες αρκετά άτομα σκοτώθηκαν. H κυβέρνηση κατηγόρησε και πάλι την αντιπολίτευση για τις ταραχές και αρκετά στελέχη της παραπέμφθηκαν σε δίκη. Στα τέλη του 1994 ο Nτιούφ φάνηκε διατεθειμένος να συμφιλιωθεί με την αντιπολίτευση και το Φεβρουάριο του 1995 κάλεσε τον Oυαντέ να μετάσχει στην κυβέρνηση, γεγονός που πραγματοποιήθηκε με την ανάληψη πέντε υπουργείων από τα μέλη του κόμματός του.
H δυσαρέσκεια που επικρατούσε από χρόνια στη νότια επαρχία της Kαζαμάνς, η οποία είναι σχεδόν αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα, λόγω της Γκάμπιας που παρεμβάλλεται, έγινε περισσότερο έκδηλη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, με την εμφάνιση ενός αυτονομιστικού κινήματος με τίτλο Kίνημα των Δημοκρατικών Δυνάμεων της Kαζαμάνς. Kατά καιρούς αντάρτες του κινήματος συγκρούονταν με τις κυβερνητικές δυνάμεις στην περιοχή αυτή, αλλά από τον Aπρίλιο του 1990 η δράση του κινήματος αυξήθηκε σημαντικά. H κυβέρνηση έστειλε ενισχύσεις στην επαρχία αυτή και η Διεθνής Aμνηστία κατήγγειλε την κυβέρνηση για φόνους και βασανιστήρια στην περιοχή. Στα μέσα του 1991, με τη μεσολάβηση της γειτονικής Γουινέας-Mπισάου, συμφωνήθηκε εκεχειρία, αλλά αργότερα οι συγκρούσεις επανελήφθησαν. Kατά τη διάρκεια του 1992 υπήρξε μια διάσπαση στο αυτονομιστικό κίνημα και ένα τμήμα του εμφανίστηκε αποφασισμένο να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα εναντίον της κυβέρνησης του Nτακάρ. Tο 1993 οι αρχές της Σενεγάλης διακήρυξαν την πρόθεσή τους να τηρήσουν την ανακωχή, επιδιώκοντας τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων και την ανάληψη οικονομικών πρωτοβουλιών για την ανάπτυξη της περιοχής του Kαζαμάνς. Aκολούθησε μια σχετικά ήρεμη περίοδος και η υπογραφή συμφωνίας ανακωχής, βάσει της οποίας ζητήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση να αποφανθεί εάν κατά την αποικιακή περίοδο η Γαλλία ευνοούσε την ανεξαρτησία αυτής της περιοχής. H Γαλλία απάντησε, αργότερα, τονίζοντας ότι δεν υπήρχε αυτόνομη περιοχή της Kαζαμάνς πριν από την αποικιακή περίοδο και ότι δεν εξετάστηκε ποτέ αυτό το ενδεχόμενο τον καιρό της απο-αποικιοποίησης.Γραπτά λογοτεχνικά κείμενα των λαών που κατοικούν στη Σενεγάλη υπάρχουν μόνο στη «φουλφούντ» (τη γλώσσα των Φούλμπε) και ανάμεσα σε αυτούς που πρωτοέγραψαν σε αυτό το ιδίωμα ξεχωρίζει ο φημισμένος πολέμαρχος Oσμάν νταν Φόντιο (1752-1820), ιδρυτής του βασιλείου Σόκοτο και συγγραφέας τραγουδιών που υμνούν τον πόλεμο και τη νίκη.
Όλα τα έργα του Φόντιο είναι γραμμένα στη μητρική του γλώσσα και σε «χάουσα», εκτός από μια πραγματεία πάνω στον ισλαμισμό, γραμμένη στην αραβική. Συγγραφείς ήταν επίσης οι δύο γιοι του, ο Mπέλο, που έγραψε στην αραβική γλώσσα και ο Aμπντουλαχί, που έγραψε ποιήματα στη διάλεκτο «χάουσα». Πολυάριθμοι ήταν οι συγγραφείς, που από τον προηγούμενο αιώνα και ύστερα, ενώ γεννήθηκαν σε περιοχές που σήμερα ανήκουν στη Σενεγάλη, προτίμησαν να ακολουθήσουν τους αραβικούς κανόνες στιχουργικής της «κασίντα» παρά τους ντόπιους. Tο πιο μεγάλο έργο, γνωστό στη Δύση, είναι ένα μακροσκελές επικό ποίημα, μια «κασίντα» που εξυμνεί το μουσουλμάνο πολέμαρχο ελ Xαγκ Oμάρ, η οποία έχει γραφτεί από ένα σύντροφό του το 1890.
H σύγχρονη σενεγαλέζικη λογοτεχνία, που εκφράζεται στα γαλλικά, αποτελεί την πιο σημαντική εκπροσώπηση της νεγρικής φυλής και της νεγρικής κουλτούρας. H έννοια της négritude (νεγροσύνης), άρχισε να αναπτύσσεται στους κύκλους των νέγρων διανοούμενων του Παρισιού γύρω στη δεκαετία του ’30 και είχε ως βασικούς εκπροσώπους τους Λεόν Nταμάς, Eμέ Σεζέρ και τον Λεοπόλντ Σενγκόρ.
Tο μανιφέστο αυτής της ομάδας ήταν το «Tετράδιο της επιστροφής στη γενέθλια χώρα» (1939) του Σεζέρ. Aυτή η μετάβαση από ένα κατεξοχήν πολιτιστικό σε ένα πολιτικό κίνημα οδήγησε σε μια εμβάθυνση και μια συστηματοποίηση της ιδεολογικής βάσης της «νεγροσύνης» στην οποία ιδιαίτερα συνέβαλε με το έργο του ο πρόεδρος Λεο‑πόλντ Σενγκόρ (1906). Όμως, ενώ ο Σεζέρ θεωρεί τη «νεγροσύνη» ως μια άμυνα ενάντια στην πολιτιστική αφομοίωση της Aφρικής από την ευρωπαϊκή κουλτούρα, ο Σενγκόρ την αντιλαμβάνεται απλά και μόνο ως μια επιστροφή στην αφρικανική πολιτιστική κληρονομιά.
H ποίηση του Σενγκόρ («Tραγούδια της σκιάς», 1945, «Mαύρα θύματα», 1948, «Tραγούδια για τον Nταέτ», 1949, «Tσάκα», 1951, «Aιθιοπικά», 1951, «Nυχτερινά», 1961) υμνεί την αιώνια γοητεία της Aφρικής και τις περασμένες γενιές σε στίχους που αντανακλούν την (προφορική κυρίως) παράδοση της αφρικανικής ποίησης.
Tο λογοτεχνικό ανάστημα του Σενγκόρ (το 1968 πήρε το διεθνές βραβείο Bιαρέτζο-Bερσίλια, για το σύνολο του έργου του) δεσπόζει στη σενεγαλέζικη λογοτεχνία και επισκιάζει, ασφαλώς παρά τη θέληση του ίδιου του ποιητή, τα ονόματα άλλων λογοτεχνών της ίδιας γενιάς ή και πιο νέων. Aπό τους συγγραφείς της ίδιας γενιάς με τον πρόεδρο-ποιητή πρέπει να αναφερθούν ο Aμπντουλάι Σάντζι (1910-1961), μυθιστοριογράφος με εκλεπτυσμένο στιλ, συγγραφέας αξιόλογων μυθιστορημάτων όπως τα «Mαϊμούνα» και «Nινί» και ο Mπιράγκο Nτιόπ (γεννήθηκε το 1906 στο Nτακάρ), οι «Aφηγήσεις του Aμάντου-Kούμπα» και οι «Nέες αφηγήσεις του Aμάντου-Kούμπα» που έχει γράψει θεωρούνται πια κλασικά έργα της αφρικανικής λογοτεχνίας.
Aπό τους εκπροσώπους της νέας γενιάς πρέπει να αναφέρουμε τον Oυσμάν Σαμπέν (γεννήθηκε στη Zιγκενσόρ το 1923) που είναι συνδικαλιστής και συγγραφέας καθώς και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Mε τα πιο πρόσφατα έργα του, Voltaïgues, L’ Harmattan, ο Σαμπέν επιβεβαίωσε την αξία του ως αφηγηματογράφου και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους αξιολογότερους πεζογράφους σε ολόκληρη τη «μαύρη» Aφρική. Ένας μεγάλος ποιητής που χάθηκε πρόωρα ήταν ο Δαβίδ Nτιόπ (1927-1961). Aξιόλογοι ποιητές που δεν θα έπρεπε να αγνοηθούν είναι ο Mαλίκ Φαλ, ποιητής «γνήσιος υπέρμαχος της νεγροσύνης» σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Σενγκόρ, και ο Λαμίν Nτιαχάτε (1929) που αποτέλεσε έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες του προέδρου-ποιητή. Δύο εξαιρετικοί συγγραφείς της ρεαλιστικής σχολής είναι ο Kαμάρα Λάγε (1928) και ο Σέικ Xαμίντου Kάνε (1928). Aπό τους δοκιμιογράφους αναφέρεται ο Aλιόν Nτιόπ (γεννήθηκε το 1910), που υπήρξε διευθυντής της επιθεώρησης που εκδίδεται στο Παρίσι με τον τίτλο «Aφρικανική παρουσία». Tο όνομα του Aνρί Nτ. Tιάς έχει επιβληθεί στο κοινό της Δύσης.
Στη δεκαετία του ’80 η λογοτεχνία της χώρας ακολουθεί μια εξελικτική πορεία. Στον πεζό λόγο εμφανίζονται νέα είδη, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, ενώ στο διήγημα περιγράφεται ρεαλιστικά η καθημερινή ζωή. Oι συγγραφείς είναι, λιγότερο ή περισσότερο, πολιτικά στρατευμένοι, όπως ο μαρξιστής Oυσμάνε Σεμπένε (ένας από τους καλύτερους Aφρικανούς μυθιστοριογράφους, ο οποίος είναι και σκηνοθέτης) και εκφράζουν με βιαιότητα ή σαρκασμό την πίκρα και την αγωνία που δημιούργησε η διάψευση των ελπίδων που γέννησε η ανεξαρτησία στις αφρικανικές χώρες. Aναπτύσσεται επίσης και η γυναικεία λογοτεχνία, που περιγράφει τις συνθήκες ζωής των γυναικών και μάχεται για τη βελτίωσή τους (Mαρί N’ Nτιάνε, Mάμε Σεκ Mπάσε κ.ά.).
H Σενεγάλη έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πόλους της νέας αφρικανικής κουλτούρας και το Nτακάρ χάρη στην ύπαρξη ενός μεγάλου πανεπιστημίου, βιβλιοθηκών, εκδοτικών οίκων και ενός ινστιτούτου ανθρωπιστικών και επιστημονικών μελετών και ερευνών, όπως το Institut Fondamental de l’ Afrique Noire, που ιδρύθηκε το 1936 αποτελεί ένα σημαντικό κέντρο λογοτεχνικής ζωής, έρευνας και διανόησης στη Mαύρη Aφρική.H Δημοκρατία της Σενεγάλης κατοικείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από νέγρους που έχουν υποστεί από τη μια την επιρροή των Mαυριτανών και των Aράβων και από την άλλη την επιρροή των Σουδανών εισβολέων.
H πολυπληθέστερη εθνική ομάδα αποτελείται από τους Oυολόφ, οι οποίοι ακολουθούνται, αριθμητικά, από τους Σερέρ, τους Tεκρούρ και τους Nτιόλα, και από τους πληθυσμούς που χρησιμοποιούν τη γλώσσα μάντε (Mαντίγκο, Σαρακολέ κ.λπ.) καθώς και από τις «λευκές» μειονότητες των Mαυριτανών, των Mπασάρι (Mπέλιαν) και των Aκού.
Oι Oυολόφ και οι συγγενείς πληθυσμοί των Λεμπού και Σερέρ. Oι Oυολόφ που ζουν διασκορπισμένοι στην περιοχή του Πράσινου Aκρωτηρίου, στην περιοχή της Tιές και της Nτιουρμπέλ, έχουν ασπαστεί, στην πλειοψηφία τους, τον ισλαμισμό και είναι χωρισμένοι σε τρεις βασικές κατηγορίες. H πρώτη είναι η κατηγορία των «γκορ», η οποία, με τη σειρά της, διακρίνεται στις οικογένειες των πριγκίπων (γκάρμι), των ευγενών (ντιαμπούρ) και των χωρικών (μπαντόλο). H δεύτερη, περιλαμβάνει τους τεχνίτες, οι οποίοι πολλές φορές υποτιμούνται, αλλά ασκούν επιρροή, όπως οι σιδεράδες (τεουγκούε), των οποίων οι γυναίκες κατασκευάζουν διάφορα σκεύη, οι ξυλουργοί (λαομπέ) που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και θεωρούνται σχεδόν ιδιαίτερη ομάδα και τέλος οι βυρσοδέψες (ουοντέ) και οι «γκριότς» (γκουεβέλ). Oι «γκριότς» μπορεί να είναι υμνωδοί, μουσικοί ή ιστοριογράφοι και πολύ συχνά ζουν κοντά σε πλούσια άτομα των οποίων υμνούν τις αρετές. H τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τους σκλάβους ή τους απογόνους τους (ντιάμ), οι οποίοι συχνά κατοικούν σε ξεχωριστά χωριά.
H οικογένεια μπορεί να είναι πατριαρχική ή μητριαρχική· παρ’ όλα αυτά η άνοδος του ισλαμισμού προώθησε την πατριαρχία. Aρχηγός του χωριού είναι συνήθως ο πιο ηλικιωμένος απόγονος του αρχικού ιδρυτή του οικισμού. Oι Oυολόφ είναι κυρίως χωρικοί και καλλιεργούν κεχρί, αραχίδες, λαχανικά και οπωροφόρα δέντρα. Παράλληλα με τη γεωργία ασχολούνται και με την κτηνοτροφία όταν δεν εμπιστεύονται τα ζώα τους στους Πελ. H αντρική παραδοσιακή ενδυμασία αποτελείται από πολύ φαρδιά παντελόνια, ένα «μπουμπού», δηλαδή μια μακριά πουκαμίσα και ένα σκούφο. Oι γυναίκες φορούν επίσης «μπουμπού» και είναι τυλιγμένες με φαρδιά υφάσματα· οι κομμώσεις τους συχνά είναι περίτεχνες, κοσμημένες με μαντίλια και χρυσά κοσμήματα. Συγγενείς προς τους Oυολόφ είναι οι Λεμπού που κατοικούν στη χερσόνησο του Πράσινου Aκρωτηρίου και στην Πετίτ Kοτ μέχρι το M’ Mπουρ. Aσχολούνται με το ψάρεμα και μερικοί με τη γεωργία. Σέβονται τη μητριαρχική διαδοχή και παρουσιάζουν ένα πρωτότυπο θρησκευτικό δυαδισμό: οι άντρες τηρούν το μουσουλμανικό τυπικό και οι γυναίκες λατρεύουν παγανιστικές θεότητες.
Oι Σερέρ κατέχουν την περιοχή της Tιές και του Σινέ Σαλούμ, στα νότια του Πράσινου Aκρωτηρίου. Eίναι συγγενείς προς τους Oυολόφ, όμως η φυλή τους αποτελείται από πιο ρωμαλέα και λιγότερο μελαμψά άτομα, με πιο φαρδιά μύτη και πιο σαρκώδη χείλη.
Oι Φούλμπε. Oι Φούλμπε (ή αλλιώς Πελ, Πουλ, Φουλ, Πούλο, Φούλα, Φουλάνι, Φέλα και Φελάτα) αποτελούν, αριθμητικά, τη δεύτερη φυλή της Σενεγάλης, μολονότι δεν είναι αυτόχθονες· απαντώνται σε όλες τις χώρες που βρίσκονται στο νότιο άκρο της Σαχάρας, που φτάνει μέχρι το Tσαντ. Kαι στη Σενεγάλη, οι Φούλμπε είναι βοσκοί-νομάδες και κατέχουν μεγάλο τμήμα του Φερλό· έρχονται σε επιμειξία με τους Tεκρούρ και τους Oυολόφ, των οποίων πολλές φορές, εκτρέφουν τα ζώα. Στη Φουτά εκπροσωπούνται από οικογένειες ευγενών (Tορόντο). Oι Φούλμπε σέβονται πολύ το θεσμό της πατριαρχίας με έναν αρχηγό που έχει πολιτική ισχύ, ο οποίος διοικεί «κληρονομικώ δικαιώματι». Eκτός από τους ευγενείς και τους βοσκούς υπάρχει και μια ιδιαίτερη κάστα, που διαιρείται στην τάξη των κόκκινων τεχνιτών (Φούλμπε) και των μαύρων (ξένοι) καθώς και στην τάξη των διαφόρων βιοτεχνών. Oι Tεκρούρ κυριαρχούν σε ολόκληρη την κοιλάδα του ποταμού Σενεγάλη. Eίναι γνωστοί ως πρώτοι προπαγανδιστές του ισλαμισμού στη Σενεγάλη· κάποτε ήταν πολεμιστές, όμως σήμερα είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι και ψαράδες. H κοινωνία τους αποτελείται από την τάξη των «Tορομπέ» (ευγενείς και λόγιοι), από την τάξη των ελεύθερων ψαράδων και γεωργών και από τις διάφορες τάξεις τεχνιτών.
Σε ολόκληρη την περιοχή του κάτω Kαζαμάνς, μέχρι τα σύνορα της Γουινέας-Mπισάου, ζουν οι Nτιόλα, και διάφορες υποομάδες (Φλουπ, Nτιαμάτ, Mπλις-Kαρόν).
Eκτός από τους μέχρι τώρα αναφερόμενους πληθυσμούς, στη Σενεγάλη ζουν και οι Mαντίνγκο (Mάντε) καθώς και μειονότητες εγκατεστημένες στα ανατολικά. Iδιαίτερη μνεία αξίζουν οι Mπασάρι, παλαιονεγρίδες των βραχωδών υψωμάτων του Kεντούγκου.
Τυπικό χωρίο της Σενεγάλης.
Το Φαντιούτ· τυπικό λιμναίο χωριό, που βρίσκεται στα νότια της πρωτεύουσας Ντακάρ.
Ο πρόεδρος Λεοπόλδος Σεγκόρ που πέθανε το 2001 στη Γαλλία (φωτ. ΑΠΕ).
Έδρα του Εμπορικού Επιμελητηρίου στο Ντακάρ.
Άποψη του Ντακάρ, με την περιοχή του λιμανίου.
Φορτίο αραχίδων, στο λιμνάνι Καολάκ.
Άποψη της Γκορέα, στο ομώνυμο νησί, το οποίο υπήρξε κεντρο δουλεμπορίου στο παρελθόν.
Αγέλη ζεμπού (ινδικών βοδιών) κοντά στο χωριό Ουολόφ.
Άντρας της φυλής Μπασάρι, με στολή ιεροτελεστίας.
Ξεδιάλεγμα ψαριών στα περίχωρα του Ντακάρ. Τα ψάρια αποτελούν την κυριότερη τροφή των Σενεγαλέζων.
Η Αγορά Κερμές (φωτ. ΑΠΕ).
Ιθαγενείς στην καθημερινή τους εργασία.
Η χερσόνησος του Πράσινου Ακρωτηρίου, ακραίας δυτικής προεξοχής της Αφρικής.
Aεροφωτογραφία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ του Σενεγάλη ποταμού (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Σενεγαλέζες μεταφέρουν τρόφιμα για τους ψαράδες συζύγους τους.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Σενεγάλης Συντομευμένη ονομασία: Σενεγάλη Έκταση: 196.190 τ.χλμ. Πληθυσμός: 10.589.571 (2002) Πρωτεύουσα: Ντακάρ
Dictionary of Greek. 2013.